αὐλαίας

αὐλαίας
αὐλαίᾱς , αὔλειος
of
fem acc pl
αὐλαίᾱς , αὔλειος
of
fem gen sg (attic doric aeolic)
αὐλαίᾱς , αὐλαία
curtain
fem acc pl
αὐλαίᾱς , αὐλαία
curtain
fem gen sg (attic doric aeolic)
αὐλαίᾱς , αὐλαῖος
doorkeeper
fem acc pl
αὐλαίᾱς , αὐλαῖος
doorkeeper
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • AULAEUM — apud Ulpianum l. sed et si quid 12. § 5. ff. de usufruct. velut Aulaei, inquit, vel alterius apparatus, ut et Cicer. pro Caelio; saepius et usitatius in plur. Aulaea legitur: quô nomine intelliguntur tapetes, quibus parietes et aulae ornatûs… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κανόνας — (Μαθημ.). Γεωμετρικό όργανο, με το οποίο χαράσσονται ευθύγραμμα τμήματα και παράλληλες μεταξύ τους ευθείες (επειδή ο κ. καταλήγει σε παράλληλα ευθύγραμμα τμήματα). Ο κ., μαζί με τον διαβήτη, είναι τα δύο γεωμετρικά όργανα που οι αρχαίοι Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Λυγίζος, Μήτσος — (Αθήνα 1912 –). Ηθοποιός, σκηνοθέτης του θεάτρου και λογοτέχνης. Σπούδασε στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου και συνέχισε με σπουδές εφαρμοσμένης σκηνοθεσίας στο Παρίσι, στη Νέα Υόρκη και στο Λονδίνο. Παρουσιάστηκε για πρώτη φορά ως ηθοποιός …   Dictionary of Greek

  • ՏԱՍՆՓԵՂԿԵԱՆ — ( ) NBH 2 0849 Chronological Sequence: Early classical ա. δέκα αὑλαίας decem aulea, cortinas. Որոյ են տասն փեղկք, փերթք, օթոցք, առագաստք. *Արասցե՛ս խորան տասնփեղկեան: Գործէր զգործ խորանին տասնփեղկեան. Ել. ՟Ի՟Զ. 1: ՟Լ՟Զ. 8 …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”