AULAEUM — apud Ulpianum l. sed et si quid 12. § 5. ff. de usufruct. velut Aulaei, inquit, vel alterius apparatus, ut et Cicer. pro Caelio; saepius et usitatius in plur. Aulaea legitur: quô nomine intelliguntur tapetes, quibus parietes et aulae ornatûs… … Hofmann J. Lexicon universale
κανόνας — (Μαθημ.). Γεωμετρικό όργανο, με το οποίο χαράσσονται ευθύγραμμα τμήματα και παράλληλες μεταξύ τους ευθείες (επειδή ο κ. καταλήγει σε παράλληλα ευθύγραμμα τμήματα). Ο κ., μαζί με τον διαβήτη, είναι τα δύο γεωμετρικά όργανα που οι αρχαίοι Έλληνες… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Λυγίζος, Μήτσος — (Αθήνα 1912 –). Ηθοποιός, σκηνοθέτης του θεάτρου και λογοτέχνης. Σπούδασε στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου και συνέχισε με σπουδές εφαρμοσμένης σκηνοθεσίας στο Παρίσι, στη Νέα Υόρκη και στο Λονδίνο. Παρουσιάστηκε για πρώτη φορά ως ηθοποιός … Dictionary of Greek
ՏԱՍՆՓԵՂԿԵԱՆ — ( ) NBH 2 0849 Chronological Sequence: Early classical ա. δέκα αὑλαίας decem aulea, cortinas. Որոյ են տասն փեղկք, փերթք, օթոցք, առագաստք. *Արասցե՛ս խորան տասնփեղկեան: Գործէր զգործ խորանին տասնփեղկեան. Ել. ՟Ի՟Զ. 1: ՟Լ՟Զ. 8 … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)